υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… … Dictionary of Greek
υδρωπικός, -ή — ό 1. που έχει σχέση με την υδρωπικία (βλ. λ.), που προέρχεται από υδρωπικία: Υδρωπικά συμπτώματα. 2. αυτός που πάσχει από υδρωπικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(υ)δρωπίκιασμα — το, ατος προσβολή από υδρωπικία, η υδρωπικία: Έπαθε (υ)δρωπίκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρωπισμός — ο 1. η παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την υδρωπικία (βλ. λ.). 2. η τάση για υδρωπικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρωπικία — η υδρωπικία … Dictionary of Greek
δρωπικιάζω — προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία … Dictionary of Greek
δρόπακας — και δρόπικας, ο η υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή τής λ. είναι δρώπικας < αρχ. υδρωπικός < ύδρωψ*] … Dictionary of Greek
δρώπικας — ο και δρωπίκι, το υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δρόπακας] … Dictionary of Greek
εξυδρωπιώ — ἐξυδρωπιῶ, άω (Α) παθαίνω υδρωπικία … Dictionary of Greek
νερόπιασμα — το κοινή ονομασία τής νόσου υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + πιάσμα (< πιάνω)] … Dictionary of Greek